Εισαγωγή

Τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες ενός προσώπου θεσπίζονται και κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και συγκεκριμένα στο Μέρος 2 αυτού.

Ένα από τα βασικότερα ανθρώπινα δικαιώματα είναι το δικαίωμα της ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας, το οποίο θεμελιώνεται στο Άρθρο 11 του Συντάγματος («το Άρθρο 11»). Αν και το δικαίωμα της ελευθερίας είναι ένα από τα κυριότερα ανθρώπινα δικαιώματα, ωστόσο δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, τους οποίους ορίζει ρητώς το ίδιο το Άρθρο 11.

Η Σύλληψη του Υπόπτου

Μεταξύ των περιπτώσεων κατά τις οποίες επιτρέπεται ο περιορισμός της ελευθερίας ενός προσώπου είναι η σύλληψη ή κράτησή του για σκοπούς προσαγωγής του ενώπιον της αρμόδιας αρχής με την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι διέπραξε αδίκημα και η σύλληψη ή κράτησή του θεωρείται ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδιση απόδρασής του μετά τη διάπραξη ή παρεμπόδιση διάπραξης άλλου αδικήματος.

Η Παρουσίαση του Συλληφθέντα ενώπιον Δικαστηρίου

Το Άρθρο 11 θέτει τη ρητή υποχρέωση στις Αστυνομικές Αρχές να παρουσιάσουν το πρόσωπο το οποίο συνελήφθη και κρατείται για τους πιο πάνω σκοπούς, ενώπιον Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα των 24 ωρών από τη σύλληψή του. Η παρουσίαση του συλληφθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αναγκαία ώστε το Δικαστήριο να προβεί σε ταχεία διερεύνηση των λόγων της σύλληψής του, κατόπιν της οποίας, είτε θα απολύσει τον συλληφθέντα υπό κατάλληλους κατά την κρίση του όρους, είτε θα διατάξει την κράτηση αυτού. Το Δικαστήριο οφείλει να αποφασίσει επί της αίτησης για κράτηση του συλληφθέντα εντός 3 ημερών (Άρθρο 11.6 του Συντάγματος).

Η Παραπομπή σε Αστυνομική Κράτηση (Προσωποκράτηση)

Η διάρκεια της κράτησης

Η κράτηση ενός υπόπτου δύναται να διαρκέσει για περίοδο μη υπερβαίνουσα τις 8 ημέρες, νοουμένου ότι οι αστυνομικές ανακρίσεις βρίσκονται ακόμα σε εκκρεμότητα.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για την κράτηση ενός υπόπτου

Η παραπομπή ενός ατόμου σε αστυνομική κράτηση ρυθμίζεται από το Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου («Κεφ.155»), το οποίο θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διατάσσεται η κράτηση.

Κατ' αρχάς, μια αίτηση για παραπομπή υπόπτου σε αστυνομική κράτηση πρέπει να υποβάλλεται από αστυνομικό, ο οποίος φέρει βαθμό Υπαστυνόμου ή ανώτερου, και βασική προϋπόθεση για την έγκρισή της είναι οι ανακρίσεις για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος για το οποίο ο ύποπτος συνελήφθη να μην έχουν συμπληρωθεί.

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, η διαχρονική νομολογία επί του θέματος αποκρυσταλλώνει περαιτέρω προϋποθέσεις και/ή παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να διακρίνει κατά πόσο η κράτηση του υπόπτου είναι εύλογη και αναγκαία υπό τις περιστάσεις. Συγκεκριμένα, για να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο και να εκδώσει διάταγμα προσωποκράτησης, θα πρέπει να συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Να υπάρχει μαρτυρία ότι διαπράχθηκε κάποιο συγκεκριμένο αδίκημα

Η κράτηση ενός υπόπτου πρέπει να αφορά συγκεκριμένο αδίκημα, για το οποίο υπάρχει μαρτυρία ότι διαπράχθηκε (Άρης Αριστοτέλους ν. Αστυνομίας).

(β) Να υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι ο ύποπτος συνδέεται με το διαπραχθέν αδίκημα

Η εύλογη υποψία δεν μπορεί να επεκτείνεται σε διάπραξη του αδικήματος, αλλά σε υποψία και μόνο (Αεροπόρος (1987) 2 ΑΑΔ 232). Επίσης, η υποψία πρέπει να είναι εύλογη και γνήσια (Stamataris and Another ν. Police (1983) 2 CLR 107). Η καλόπιστη και μόνο υπόνοια δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση.

(γ) Ο χρόνος που διέρρευσε από τη σύλληψη μέχρι την υποβολή της αίτησης για προσωποκράτηση να έχει αξιοποιηθεί από την Αστυνομία

Η Αστυνομία θα πρέπει να καταδείξει ότι έχει γίνει μια αντικειμενικά σοβαρή υπό τις περιστάσεις προσπάθεια από την Αστυνομία για διεκπεραίωση των ανακρίσεων και δεν υπάρχει κωλυσιεργία.

(δ) Η κράτηση του υπόπτου να είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων

Ο κύριος σκοπός της κράτησης είναι η αναγκαιότητα της κράτησης του υπόπτου. Οι Ανακριτικές Αρχές οφείλουν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο μαρτυρία, με βάση την οποία να διαφαίνεται ότι η κράτηση του υπόπτου είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων  (Πέτρου κ.α. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679). Η κράτηση θεωρείται αναγκαία για τους πιο κάτω σκοπούς:

  • Προς αποφυγή κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων – Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων είναι αφ' εαυτής ικανοποιητική για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Ωστόσο, θα πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσο οι φόβοι για επηρεασμό μαρτύρων είναι ευλόγως δικαιολογημένοι (Σιημητράς κ.ά. –v– Αστυνομίας [1990] 2 Α.Α.Δ. 397).
  • Προς αποφυγή καταστροφής μαρτυρίας
  • Προς παρεμπόδιση πιθανής εξαφάνισης του υπόπτου

Η Ανανέωση της Προσωποκράτησης

Η διάρκεια της ανανέωσης της κράτησης

Το Δικαστήριο δύναται να ανανεώνει την κράτηση του υπόπτου για όσες φορές χρειαστεί, εφόσον οι ανακρίσεις βρίσκονται ακόμα σε εκκρεμότητα. Σε περίπτωση, όμως, ανανέωσης της κράτησης του υπόπτου, αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 8 ημέρες. Η συνολική δε διάρκεια της κράτησης, αρχόμενης από την ημερομηνία σύλληψης, απαγορεύεται να υπερβαίνει τους 3 μήνες (Άρθρο 11.6 του Συντάγματος και Άρθρο 24 του Κεφ.155).

Με την παρέλευση των 3 μηνών κράτησης, χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ετοιμασία Κατηγορητηρίου εναντίον του συλληφθέντα, ο συλληφθείς πρέπει να αφεθεί ελεύθερος.

Προϋποθέσεις για ανανέωση της προσωποκράτησης

Το Δικαστήριο, προκειμένου να εγκρίνει μια αίτηση για ανανέωση της προσωποκράτησης του υπόπτου, πρέπει να ικανοποιηθεί για τα πιο κάτω:

(α) Ο χρόνος που πέρασε από την προηγούμενη διαταγή για προσωποκράτηση αξιοποιήθηκε σωστά από τις Ανακριτικές Αρχές για τους σκοπούς για τους οποίους διατάχθηκε, και

(β) η ανανέωση της κράτησης είναι ευλόγως αναγκαία.

Η αίτηση για την ανανέωση της κράτησης πρέπει να αφορά αποκλειστικά και μόνο το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία ο ύποπτος συνελήφθη.

Παραβιάσεις

Όλες οι δικαστικές αποφάσεις αναφορικά με τα πιο πάνω μπορούν να προσβληθούν με έφεση, ως ξεκάθαρα προβλέπει το Άρθρο 11.6 του Συντάγματος.

Κάθε πρόσωπο το οποίο υπόκειτο σε στέρηση της ελευθερίας του δια συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο προκειμένου αυτό να κρίνει ταχέως τη νομιμότητα της κράτησής του, και σε περίπτωση που η κράτηση κριθεί παράνομη, να διατάξει την απόλυσή του (Άρθρο 11.7 του Συντάγματος).

Σε περίπτωση δε που κάποιος συλληφθεί ή κρατηθεί κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 11, τότε αυτός έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Κράτους προς αποζημίωση (Άρθρο 11.8 του Συντάγματος).

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.