Με δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 28 Δεκεμβρίου του 2020 έχει εκδοθεί ο Περί Καταπολέμησης του Σεξισμού και του Διαδικτυακά Διαδιδόμενου Σεξισμού και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος, που σε συνδυασμό με το ήδη υπάρχον άρθρο 99Α του περί Ποινικού Κώδικα σφραγίζει την κατάρρευση των παλαιών δομών και σηματοδοτεί την επινόηση σύγχρονων και συμπεριληπτικών.

Η ποινικοποίηση του σεξισμού είναι ένα άλμα προς την πιο σφαιρική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πλέον αναγνώριση του σεξισμού ως ποινικό αδίκημα έχει στόχο την εξάλειψη καταδικαστέων και υποτιμητικών συμπεριφορών. Ως πράξη η οποία αφενός προκαλεί αισθήματα αναξιότητας, αυτολογοκρισία, αλλαγές στη συμπεριφορά και επιδείνωση της υγείας και αφετέρου συμβάλλει στο παγκόσμιο φαινόμενο της ανισότητας των φύλων, η αντιμετώπιση του με την βοήθεια του ποινικού συστήματος είναι ζωτικής σημασίας.

Οι διακρίσεις λόγω φύλου συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εμπόδιο στην απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (The Convention on the Elimination of All Forms of Discrimination against Women (CEDAW),) στη Γενική της Σύσταση αριθ. 28 σχετικά με τις βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο του άρθρου 2 της Σύμβασης για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW).

Η όξυνση του ζητήματος αυτού με την συχνότερη και εντονότερη διάπραξη αδικημάτων σεξισμού είναι κάτι που ανησυχητικά οδηγούσε προς την αποδοχή της βίας, τη καλλιέργεια ενός κλίματος εκφοβισμού και φόβου με επακόλουθο τη δραστική παρεμπόδιση της επίτευξης πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και την τροφοδότηση των στερεοτυπικών και παγιωμένων κοινωνικά διακρίσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να αναλάβει δράση, υιοθετώντας τη Σύσταση για την πρόληψη και την καταπολέμηση του σεξισμού. Ο νόμος ο οποίος έχει θεσπιστεί από την Βουλή βασίζεται στην σύσταση αυτή και στοχεύει στη προστασία όχι μόνο γυναικών αλλά και ανδρών που γίνονται θύματα συμμόρφωσης με ρόλους που τους έχουν αποδοθεί λόγω φύλου.

Σεξισμός ονομάζεται κάθε έκφραση (πράξη, λέξη, εικόνα, χειρονομία), η οποία βασίζεται στην ιδέα ότι κάποια άτομα, πιο συχνά γυναίκες, είναι κατώτερα από άλλα, εξαιτίας του φύλου τους. Ο ορισμός που δίνει ο νόμος έχει ως εξής.

«Σημαίνει τη δημοσία ή ιδιωτικά εκδηλουμένη σεξιστική συμπεριφορά που στρέφεται κατά συγκεκριμένου προσώπου ή κατά συγκεκριμένης ομάδας προσώπων, η οποία συνίσταται σε ενέργεια, χειρονομία, οπτική παρουσίαση, πρακτική, γραπτό ή προφορικό λόγο που βασίζεται στην ιδέα ή αντίληψη ότι ένα πρόσωπο ή μία ομάδα προσώπων είναι κατώτερα λόγω φύλου και που έχει στόχο- (α) να πλήξει τα δικαιώματα του θύματος ή των θυμάτων, προσβάλλοντας, μειώνοντας και πλήττοντας την αξιοπρέπειά τους, με κατάληξη την αποστέρηση πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες και την άνιση πρόσβαση σε πόρους. Ή (β) να τραυματίσει σωματικά, ψυχολογικά ή κοινωνικοοικονομικά το θύμα ή τα θύματα. Ή (γ) να δημιουργήσει εναντίον του θύματος ή των θυμάτων ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό και προσβλητικό περιβάλλον. Ή (δ) να προαγάγει και να ενισχύσει τα έμφυλα στερεότυπα και τις διακρίσεις των φύλων».

Σύμφωνα με το άρθρο 3 και 4 του νόμου η ποινή η οποία προβλέπεται τόσο για το αδίκημα του σεξισμού, όσο και για το αδίκημα του διαδικτυακά διαδιδομένου σεξισμού, είναι 1 χρόνος φυλάκισης και/ή €5.000 ή και στις δύο αυτές ποινές. Παραγραφή των αδικημάτων αυτών δεν υπάρχει σύμφωνα με τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο. Αυτό εξυπακούεται ότι όσα χρόνια και αν περάσουν από το περιστατικό, η πράξη θα συνεχίζει να είναι επιλήψιμη.

Ο νόμος εκτός από ποινική ευθύνη φυσικού προσώπου, προβλέπει και ποινική ευθύνη ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ήτοι εταιρίας που το άτομο αποτελεί μέλος του διοικητικού οργάνου αυτής ή κατέχει ανώτερη διευθυντική θέση. Εκτός από τις ποινές που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4, το δικαστήριο έχει εξουσία να αποκλείσει προσωρινά οποιαδήποτε δημόσια παροχή που δίνεται στην εταιρία αλλά και να απαγορεύσει την άσκηση οποιασδήποτε εμπορικής δραστηριότητας.

Το άρθρο 7 αναφέρεται σε ποινική ευθύνη εταιρίας εφόσον οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που επέδειξε σεξιστική συμπεριφορά είναι μέλος του διοικητικού οργάνου ή έχει ανώτερη διευθυντική θέση. Στο συγκεκριμένο άρθρο παρατηρείτε ένα κενό του νομοθέτη. Δεν καλύπτονται οι περιπτώσεις που το άτομο με την επιλήψιμη συμπεριφορά δεν ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου ή δεν κατέχει διευθυντική θέση. Πιο σωστά θα έπρεπε να αναγράφεται σαφώς η ποινική ευθύνη του προσώπου που επέδειξε σεξιστική συμπεριφορά αλλά και του διευθυντή της εταιρίας που γνώριζε ή θα έπρεπε να γνωρίζει για το συγκεκριμένο περιστατικό και είχε την ευθύνη να το αποτρέψει ή να λάβει τα ανάλογα μέτρα.

Ακολούθως, όσο αφορά την ερμηνεία του όρου σεξισμός στο άρθρο 2 του νόμου αλλά και την περιγραφή του αδικήματος στο άρθρο 3, συμπεραίνεται ότι εκτός της ύπαρξης αντικειμενικής υπόσταση του αδικήματος πρέπει να υπάρχει και υποκειμενική υπόσταση. Η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος σημαίνει ότι για να είναι επιλήψιμη η σεξιστική συμπεριφορά πρέπει να έχει στόχο και πρόθεση να (α) πλήξει ... (β) τραυματίσει ... (γ) να δημιουργήσει ... (δ) να προαγάγει. Κάτι που δημιουργεί προβληματισμούς πως κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί επακριβώς, τι μαρτυρία χρειάζεται αλλά και τι εμβέλεια καλύπτει ο νόμος αυτός. Η υποχρέωση απόδειξης της υποκειμενικής υπόστασης αναμφίβολα κάνει το έργο της της Κατηγορούσας Αρχής δυσκολότερο εφόσον θα πρέπει να εντοπίσει ισχυρή μαρτυρία ως επί το πλείστο περιστατική που θα αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ύπαρξη προθέσεως ή στόχου.

Originally published 05 August, 2021

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.