Εισαγωγή:

Το Δίκαιο του Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αναπτύχθηκε με στόχο να εξασφαλίζει τις καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή αγορά, προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών. Στα πλαίσια αυτών των διατάξεων υπάρχει και η πρόβλεψη του άρθρου 102 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΣΛΕΕ») για την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης. Μέρος των αντιμονοπωλιακών κανόνων, λοιπόν, αποτελούν και οι κανόνες αυτοί, που απαγορεύουν σε μια επιχείρηση η οποία βρίσκεται σε θέση ισχύος να εκμεταλλεύεται αυτό της το προνόμιο για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό. Σχετικά με το άρθρο 102, τυγχάνει άμεσης εφαρμογής σε όλα τα Κράτη Μέλη της ΕΕ και αποκλειστική χρήση του έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής «Επιτροπή»).

Έννοια της Κατάχρησης Δεσπόζουσας Θέσης:

i.          Έννοια:

Η αντικειμενική έννοια της κατάχρησης βγαίνει μέσα από τη νομολογία του ΔΕΕ και συνιστά κάθε πράξη μεταβολής των κανόνων της αγοράς, κάθε πράξη νόθευσης του ανταγωνισμού. Συνεπώς καταχρηστική είναι η εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης όταν με τη δραστηριότητα της θίγεται ο θεσμός του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Το ΔΕΕ μέσα από την απόφαση Hoffmann-La Roche έδωσε ένα ορισμό που αποτελεί την βάση της δικαιοδοσίας από τότε. Δέχεται ότι κατάχρηση υπάρχει όταν η επιχείρηση προσπαθεί να διατηρήσει ή να ισχυροποιήσει τη θέση της με μέσα, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, δεν θα χρησιμοποιούσε.

«Η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως είναι αντικειμενική έννοια, η οποία αφορά τη συμπεριφορά επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση, η οποία είναι ικανή να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς όπου, λόγω ακριβώς της υπάρξεως της εν λόγω επιχειρήσεως, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος και η οποία εμποδίζει τη διατήρηση του ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμη στην αγορά ή την ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού, με τη βοήθεια μέσων που είναι διαφορετικά από αυτά που διέπουν ένα φυσιολογικό ανταγωνισμό των προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών.»

Επίσης, παρόμοιος ορισμός δόθηκε και στην απόφαση NV Nederlandsche Banden Industrie Michelin κατά Επιτροπή:

«…απαγορεύοντας την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, κατά το μέτρο που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, το άρθρο 86 αναφέρεται σε κάθε συμπεριφορά που μπορεί να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς, όπου, ακριβώς λόγω της παρουσίας της εν λόγω επιχειρήσεως, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος και που έχει ως αποτέλεσμα την παρεμβολή εμποδίων, με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών, στη διατήρηση του υφισταμένου ακόμη στην αγορά ανταγωνισμού ή στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού.»

  1. Τα δύο είδη κατάχρησης:

Κάτι βασικό που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η κατάχρηση χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία είναι εκμεταλλευτική κατάχρηση και η άλλη η παρεμποδιστική κατάχρηση. Μια εκμεταλλευτική κατάχρηση είναι η συμπεριφορά κατά την οποία η δεσπόζουσα επιχείρηση εκμεταλλεύεται την ισχύ της αγοράς της για εκμετάλλευση των πελατών της. Η παρεμποδιστική κατάχρηση είναι συμπεριφορά που εμποδίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό αποκλείοντας τους ανταγωνιστές. Φυσικά η χρήση αποκλειστικών καταχρήσεων μπορεί να οδηγήσει και σε εκμεταλλευτικές καταχρήσεις ή και τα δύο είδη μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά.

Το άρθρο 102 ασχολήθηκε κυρίως με τις παρεμποδιστικές καταχρήσεις. Παρόλα αυτά, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο μπορεί να εφαρμοστεί και για να απαγορεύσει συμπεριφορές που επηρεάζουν την δομή της αγοράς. Κάτι που επιβεβαιώθηκε και από το ΔΕΕ στην απόφαση Europemballage Corp και Continental Can Co Inc κατά Επιτροπής.

  iii.      Επηρεασμός εμπορίου μεταξύ κρατών μελών:

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 102 της ΣΛΕΕ είναι η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης, που θα έχει ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των Κρατών Μελών. Για να παραβιαστεί το άρθρο 102 αρκεί να αποδειχθεί καταχρηστική συμπεριφορά που είναι ικανή ή τείνει, δύναται δηλαδή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ Κρατών Μελών. Σύμφωνα με την απόφαση BPB Industries plc κατά Επιτροπής, αυτή η συμπεριφορά που θα διαπιστωθεί δεν χρειάζεται να είναι ενεστώσα και πραγματική όσο αφορά τις επιπτώσεις της στο διασυνοριακό εμπόριο. Δεν είναι απαραίτητο να επέλθει ζημιά στον καταναλωτή, αρκεί το περιοριστικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού. Βέβαια, μεταξύ της ζημίας ή του περιοριστικού αποτελέσματος που συντελούν στην κατάχρηση απαιτείται κατά κανόνα συνάφεια με την δεσπόζουσα θέση της επιχείρησης. Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνεται και στην απόφαση Bayer AG κατά Επιτροπής, μια επιχείρηση που έχει δεσπόζουσα θέση, όμως συμμορφώνεται με το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ, δεν είναι παράνομη.

Το άρθρο 102 διαχωρίζει την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου του Ανταγωνισμού με την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, εφόσον τονίζει ότι θα εφαρμόζεται μόνο εκεί που το εμπόριο επηρεάζεται διακρατικά. Σχετική είναι η απόφαση Hugin κατά Επιτροπής, όπου τονίσθηκε πότε μια υπόθεση εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο και πότε μια συμπεριφορά εμπίπτει στον τομέα της εθνικής έννομης τάξης.

Φύση Κατάχρησης:

Στο άρθρο 102, αναφέρονται μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις, όπως η άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής ή ο περιορισμός της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών. Επίσης, η κατάχρηση δύναται να συνίσταται στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων, με αποτέλεσμα να περιέχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό ή στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

Άλλοι τρόποι που διαφαίνονται μέσα από την νομολογία είναι όταν, για παράδειγμα μια επιχείρηση, χρεώνει υπερβολικές τιμές ή αποσπά πελάτες εφαρμόζοντας πολύ χαμηλές τιμές με τι οποίες δε μπορούν οι ανταγωνιστές να ανταπεξέλθουν ή δημιουργεί εμπόδια στους ανταγωνιστές της με τιμές που εισάγουν διακρίσεις. Ακόμη μια καταχρηστική πρακτική είναι, η συμπίεση περιθωρίου τιμών αλλά και οι ειδικές εκπτώσεις σε πελάτες ή η εξάρτηση της πώλησης συγκεκριμένου προϊόντος από την πώληση ενός άλλου προϊόντος. Επίσης, όταν αρνείται να προμηθεύει ορισμένους πελάτες ή αρνείται να παραχωρήσει άδειες ή πρόσβαση σε βασικές υποδομές ή όταν ακόμη, συνάπτει συμφωνίες αποκλεισμού, παραβιάζει το Δίκαιο του Ανταγωνισμού.

Εν κατακλείδι, όπως διαφαίνεται μέσα από την πλούσια νομολογία του ΔΕΕ, το Δίκαιο του Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει τιμωρητική διάθεση εναντίον των επιχειρήσεων που έχουν αποκτήσει δεσπόζουσα θέση βάσει των δικών τους προσόντων και προσπαθειών με θεμιτά μέσα. Αντιθέτως, τόσο η Συνθήκη όσο και η νομολογία του Δικαστηρίου έχουν ως στόχο να θέσουν όρια μέσα στα οποία οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να απολαμβάνουν τη δεσπόζουσα θέση τους αλλά και να απέχουν από τις καταχρηστικές πρακτικές, προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο και τις άλλες επιχειρήσεις αλλά και τους καταναλωτές.

The content of this article is intended to provide a general guide to the subject matter. Specialist advice should be sought about your specific circumstances.